Ν ντιστοιβάσσω, αντιστοιβάσσω Από cretanlexiko - 25 Σεπτεμβρίου, 2016 0 Facebook Twitter Google+ Pinterest Linkedin σείομαι δυνατά, ανεβοκατεβαίνω, δονούμαι, τραντάζω απότομα