Π παλεύω, παλεύγω Από cretanlexiko - Μάιος 27, 2018 0 Facebook Twitter Google+ Pinterest Linkedin υποφέρω, διαχειρίζομαι, υπομένω, κουμαντάρω. Συνήθης φράση: Να κανονίσεις να μου τον -ε φέρεις στο σπίτι τον άντρα μου, γιατί αμοναχή μου δεν μπορώ να παλεύγω πέντε κοπέλιά, τη περιουσία και ετόσανά ζωντανά